Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Η γενιά του ’68 και οι κληρονόμοι της



Η ιδεολογία του Μάη ήταν εξόχως ατομοκεντρική, με ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή στον χώρο της διανόησης και των ιδεών
Του Νικου Κ. Αλιβιζατου*
H τρέχουσα οικονομική κρίση κλονίζει το νεοφιλελεύθερο oικοδόμημα και μαζί του τα ιδεολογικά στερεότυπα των τελευταίων δεκαετιών. Η ιδεολογία του New Deal ξανακερδίζει έδαφος στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Κέυνς φαίνεται να «επιστρέφει» στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, εκεί που θα περίμενε κανείς ότι θα ανθήσει η εμβληματικότερη μεταπολεμική γενιά στον χώρο της διανόησης, η γενιά του ’68, έχει συρρικνωθεί στα σκέρτσα του Σλ. Ζίζεκ και κατ’ ουσίαν αποσύρεται από το προσκήνιο.
Αφήνει τίποτα πίσω της; Η πραγματική συμβολή της στη διαμόρφωση των ατομικών και των συλλογικών προτύπων του καιρού μας, είναι άραγε ανάλογη προς τον θόρυβο, που κατά καιρούς προκάλεσε;
Ποια είναι όμως η γενιά του ’68; Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για τους πρωταγωνιστές της παρισινής εξέγερσης: γεννημένος το 1946, ο γνωστότερος από αυτούς, δηλαδή ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ήταν το 1968 μόλις 22 χρόνων. Λίγο πρεσβύτεροι ήταν οι φιλόσοφοι/διανοούμενοι της παρέας, όπως ο Αντρέ Γκλυκσμάν (31 ετών) και ο Ρεζί Ντεμπρέ (28 ετών). Μεγαλύτεροι κατά μία περίπου δεκαετία ήταν ο Μ. Φουκώ και ο Ζ. Ντεριντά.
Της ίδιας περίπου ηλικίας ήταν οι Γερμανοί και Ιταλοί σύντροφοι των ανωτέρω: ο Ρούντι Ντούτσκε, ηγέτης της φοιτητικής SDS, o oποίος τραυματίστηκε βαριά σε δολοφονική επίθεση εναντίον του, τον Απρίλιο του 1968, ήταν 28 ετών, ενώ εικοσάρης ήταν ο Γιόσκα Φίσερ, μετέπειτα ηγέτης των Πρασίνων και επί πενταετία υπουργός των Εξωτερικών της Γερμανίας, φίλος του Κον Μπεντίτ, ο οποίος ερωτοτροπούσε τότε σχεδόν ανοιχτά με την τρομοκρατία. Εικοσάρηδες επίσης ήταν και οι Ρενάτο Κούρτσιο και Τόνι Νέγκρι των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία, όπως και ο Τόνι Τζαντ και ο Τέρι Ιγκλετον, φοιτητής και νεοδιορισμένος λέκτορας στο Κέμπριτζ, αντίστοιχα. Αντίθετα, ο Τόνι Μπλερ ήταν ακόμη στην πρώτη εφηβεία του (μόλις 14 ετών) και ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα στη δεύτερη (18 ετών).
Ποια ήταν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των ανωτέρω; Παιδιά ως επί το πλείστον του λεγόμενου baby boom, ήταν οι έφηβοι των αρχών της δεκαετίας του 1960, σε μιαν Ευρώπη που είχε βέβαια αρχίσει να συνέρχεται από τον πόλεμο και αναπτυσσόταν οικονομικά με ταχείς ρυθμούς. Οπως έχει παρατηρηθεί, ήταν η πρώτη γενιά στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η εφηβεία διεκδικούσε αυθυπαρξία: έως τότε, το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικιότητα ήταν άμεσο, τραχύ και για τους πολλούς βάναυσο.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ο αγώνας για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων και ο πόλεμος στο Βιετνάμ επέσπευσαν την πολιτικοποίηση. Υπενθυμίζω ότι ο Μπομπ Ντύλαν είχε κυκλοφορήσει από το 1962 το «Blowin’ in the Wind», ενώ τον Αύγουστο του 1963, η Τζόαν Μπαέζ στεκόταν δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, όταν αυτός εκφώνησε στην Ουάσιγκτον, την περίφημη ομιλία του «I Have a Dream». Στο Λονδίνο, οι Beatles κυκλοφόρησαν το πρώτο σαρανταπεντάρι τους το 1962 (ήταν το «Love me Do») και, αμέσως μετά, ακολούθησαν, πιο βίαιοι και πιο προκλητικοί, οι Rolling Stones.
Ποια ήταν η πεμπτουσία του εν πολλοίς αυθόρμητου αυτού ξεσηκωμού: ένα κράμα μαρξισμού και φροϋδισμού, με αμείλικτη κριτική των ιεραρχιών, των κάθε είδους δογματισμών, της αυταρχικότητας και του πατερναλισμού, διάχυτου τότε ακόμη στη Γαλλία του στρατηγού Nτε Γκωλ. Και τούτο, στο όνομα του αυτοπροσδιορισμού και της απελευθέρωσης, σεξουαλικής προπάντων, αλλά και κοινωνικής, αν όχι και «βιοτικής» γενικότερα. Ετσι, η ιδεολογία του Μάη, εξόχως ατομοκεντρική, περιφρονούσε κάθε είδους πειθαρχία. Η συλλογική δράση δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την εξυπηρέτηση της ατομικότητας. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι, από φιλοσοφική άποψη, η ιδεολογία του Μάη και του Γούντστοκ, λίγο αργότερα, δεν ήταν εξ ορισμού ασύμβατη με το αντίπαλο ρεύμα που έμελλε να εμφανισθεί και να σαρώσει την αμέσως επόμενη δεκαετία, τον νεοφιλελευθερισμό. Απεναντίας, με τον ελευθεριάζοντα ατομοκεντρισμό της, η ιδεολογία αυτή, όσο ριζικά και αν απέρριπτε τον καπιταλισμό, νομίζω ότι τον ανεχόταν σε επίπεδο ατομικών επιλογών, προτύπων και συμπεριφορών.
Θετική και αρνητική επίδραση στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης
Καιρός όμως να έρθουμε και στα παρ’ ημίν. Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, το 1967, εμπόδισε βέβαια την εκκόλαψη των εικοσάρηδων του 1960-1965, δηλαδή της γενιάς του 1-1-4 και των Λαμπράκηδων. Αν δεν ήταν στη φυλακή ή την παρανομία, οι ηγέτες του προδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και οι φοιτητές της πρώτης περιόδου της δικτατορικής επταετίας παρακολουθούσαν τα γεγονότα του Μάη από τις ελληνικές εκπομπές των ξένων ραδιοφωνικών σταθμών και από τον λογοκρινόμενο Τύπο. Ετσι, όταν μιλάμε για την Ελλάδα, ο όρος «γενιά του ’68» προσιδιάζει σε μια μικρή ομάδα διανοουμένων που είχε την τύχη (ή, κατ’ άλλους, την ατυχία) να συμμετάσχει corpore στη φοιτητική εξέγερση του Παρισιού: ο Νίκος Πουλαντζάς, ο συνομήλικός του Αγγελος Ελεφάντης, ο κατά ένα έτος νεότερος Κων. Τσουκαλάς, ο Θ. Πάγκαλος, ο Μάκης Καβουριάρης, ο Κ. Ζουράρις και πολλοί ακόμη, γύρω στα 30 τους, βρίσκονταν στη γαλλική πρωτεύουσα, είτε για μεταπτυχιακές σπουδές είτε ως αυτοεξόριστοι για πολιτικούς λόγους.
Από κάποια απόσταση, αν και στον ίδιο βασικά πολιτικό χώρο, την ανανεωτική Αριστερά, τους παρακολουθούσε η παλαιότερη γενιά των πρώτων μεταπολεμικών διανοουμένων: Φίλιππος Ηλιού, Σπ. Ασδραχάς, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Παναγιώτης Μουλλάς. Εκτός από την ηλικιακή (ήταν γεννημένοι όλοι τους ανάμεσα στο 1930 και το 1935) η διαφορά τους με τους προηγούμενους ήταν ότι είχαν ζήσει στο πετσί τους αν όχι την ίδια την Κατοχή και τον Εμφύλιο, τουλάχιστον τη δεκαετία του 1950, με την ανέχεια, το παρακράτος, τη μισαλλόδοξη εθνικοφροσύνη και τις διώξεις κατά της Αριστεράς. Ετσι, όπως άλλωστε και οι ακόμη παλαιότεροι της θρυλικής γενιάς των υποτροφιών Μερλιέ και του «Ματαρόα», έβλεπαν τα γεγονότα με αρκετή επιφύλαξη και πάντως με λιγότερο ενθουσιασμό. Τα παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.
Σε κάθε περίπτωση -και αυτό ίσχυε για όλους- οι ανάγκες του αντιδικτατορικού αγώνα, η καταστροφική (όπως τελικά αποδείχθηκε) εμφύλια διαμάχη των δύο ελληνικών ΚΚ, και προπάντων η αίσθηση ότι στην Ελλάδα, συγγενείς και φίλοι διώκονται και βασανίζονται από ένα καθεστώς ωμής βίας, επέβαλλαν ένα είδος αυτοσυγκράτησης και αυτολογοκρισίας. Από την άλλη, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι αν κάπου, το 1968, η διάσπαση του ΚΚΕ βρήκε πρόσφορο έδαφος να καρπίσει, αυτό το κάπου ήταν το Παρίσι του Μάη. Εκεί προπάντων, η κομμουνιστική ανανέωση διαμόρφωσε τη θεωρία, την ιδεολογία και τη στρατηγική της για έναν ελληνικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, έναν σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία. Εκεί επεξεργάσθηκε και τις αρχές που της επέτρεψαν, τα χρόνια που ακολούθησαν, να ηγεμονεύσει -κυριολεκτικά χωρίς αντίπαλο- στον χώρο των διανοουμένων. Σε τούτο, η επιρροή του Μάη ήταν βέβαια σημαντική. Ισως και καταλυτική.
Η γενιά του Πολυτεχνείου
Αραγε αυτή να ήταν η μοναδική συμβολή της γενιάς αυτής στην εξέλιξη των ιδεών και των νοοτροπιών της μεταδικτατορικής Ελλάδας;
Νομίζω ότι θα ήταν άδικο να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο. Το απελευθερωτικό μήνυμα του Μάη επηρέασε την πορεία των πνευμάτων στη μεταδικτατορική Ελλάδα γενικότερα, αγγίζοντας εκφάνσεις της καθημερινότητας που υπερέβαιναν κατά πολύ την πολιτική με τη στενή έννοια του όρου. Η χρεοκοπία των κάθε είδους δογματισμών, των προδικτατορικών στερεοτύπων και των ιεραρχήσεων μιας κοινωνίας που κάποιοι προσπαθούσαν να κρατήσουν σφιχτοδεμένη με τις αγκυλώσεις της, ήταν η θετική πλευρά της επιρροής αυτής. Σε αυτήν οφείλεται η ταχύτατη απώλεια της αίγλης του στέμματος, αλλά και η μείωση της επιρροής της Εκκλησίας. Αρνητική, κατά τη γνώμη μου, ήταν η απώλεια της αίσθησης των υποχρεώσεων του καθένα προς το σύνολο, η απαξίωση της εθελοντικής δουλειάς, η έξαρση της ατομικότητας και των κάθε είδους εγωισμών σε βάρος της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας.
Η αρνητική αυτή επίδραση της ιδεολογίας του Μάη, κορυφαία εκδήλωση της οποίας ήταν ο άκρατος καταναλωτισμός της δεκαετίας του 1980 και του 1990, έπληξε καίρια την αμέσως επόμενη γενιά, που δεν είναι βέβαια άλλη από τη γενιά του υπογράφοντος, δηλαδή τη γενιά του Πολυτεχνείου. Δεν είναι της στιγμής για συνολικούς απολογισμούς. Το βέβαιο είναι ότι, στην ιδεολογική και πολιτική επέλαση του νεοφιλελευθερισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αυτή δεν μπόρεσε να αντιτάξει σοβαρά αντεπιχειρήματα, ούτε πολύ λιγότερο να προτείνει πειστικά εναλλακτικά πρότυπα. Απεναντίας, προσαρμόσθηκε πολύ ευκολότερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς στους γραπτούς και άγραφους κανόνες της νέας ιδεολογίας, επιδεικνύοντας σπάνιο και, πολύ συχνά, προσοδοφόρο ρεαλισμό.
Αφησε λίγα πράγματα σε πολιτικό επίπεδο
Θα μπορούσα να συνοψίσω το συμπέρασμα της μοιραία συνοπτικής αυτής αναδρομής ως εξής: στην Ελλάδα, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο καθαρά πολιτικό πεδίο, η γενιά του ’68 άφησε λίγα πράγματα. Αν εξαιρέσει κανείς τη Γαλλία όπου τα ποικίλα αριστερίστικα γκρουπούσκουλα επιβιώνουν ως εναλλακτική λύση στις ατολμίες της συστημικής Αριστεράς, πουθενά οι διάφορες μαοϊκές και τροτσκιστικές ομάδες δεν αποτελέσαν υποστατή πολιτική δύναμη. Μόνον οι Πράσινοι στη Γερμανία θα μπορούσαν -και με το παραπάνω- να διεκδικήσουν αυτόν τον τίτλο, για λόγους εν τούτοις που, κατά τη γνώμη μου, συνδέονται περισσότερο με τις ιδιαιτερότητες της μεταπολεμικής Γερμανίας, παρά με τη δύναμη των ιδεών του Μάη.
Δεν συμβαίνει το ίδιο στον χώρο της διανόησης και των ιδεών. Η ελευθεριάζουσα Αριστερά, που προκάλεσε τη συρρίκνωση των κομμουνιστικών κομμάτων πολύ προτού πέσει το τείχος το Βερολίνου, είναι βέβαια παιδί της γενιάς του Μάη, με σημαντικές νίκες στο πεδίο της καθημερινότητας και των συμπεριφορών. Ο απολογισμός είναι μεγάλος και θα ήταν μάταιο να επιχειρήσω να τον συνοψίσω εδώ. Δεν μπορώ, ωστόσο, να μην επισημάνω την επιρροή της στον χώρο της πνευματικής δημιουργίας και των τεχνών, συμπεριλαμβανομένης και της λογοτεχνίας. Δύσκολα, νομίζω, θα μπορούσε να αρνηθεί κανείς ότι, σε αυτό το πεδίο, ο Σαρτρ νίκησε τον Ρ. Αρόν.
Στην Ελλάδα, ο απολογισμός είναι ακόμη πιο αμφιλεγόμενος. Στο πολιτικό επίπεδο, πολύ φοβούμαι ότι, αν δεν υπήρχε ο Λεωνίδας Κύρκος και σήμερα η ΔΗΜΑΡ, η διαδρομή της ανανεωτικής Αριστεράς θα καταγραφόταν ως μια διαδοχή διασπάσεων, χωρίς απήχηση πέρα από έναν περιορισμένο κύκλο στελεχών της προδικτατορικής και της πρώτης μεταδικτατορικής περιόδου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την παρουσία στους κόλπους του μερικών «ιστορικών» προσωπικοτήτων της δεκαετίας του ’60, θυμίζει περισσότερο ΠΑΚ και ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70, με έντονα παλαιοκομμουνιστικά σημάδια, παρά καινοτόμο ρεύμα. Και τούτο, παρά τα νιάτα του Αλ. Τσίπρα.
Ιδεολογικά, βέβαια, η γενιά του ’68 σάρωσε και στην Ελλάδα, όχι μόνο στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών (κυρίως στο πεδίο της οικονομικής Ιστορίας) αλλά και των τεχνών. Είναι ο μόνος χώρος όπου θα μπορούσε να πει κανείς ότι η επιρροή που άσκησε δεν ήταν μόνο θέμα μερικών χαρισματικών ανθρώπων, αλλά μιας γενιάς. Το στίγμα της, αν και δεν είχε την πρωτοτυπία της συνεισφοράς ας πούμε της γενιάς του ’30, ήταν διακριτό, καθότι απελευθερωτικό. Σε μιαν εποχή όπου ο κομμουνισμός είχε κλείσει ούτως ή άλλως τον ιστορικό του κύκλο, δικαιολογεί άραγε το επίτευγμα αυτό το πέρασμα μερικών πολύ σημαντικών ανθρώπων από τον μάταιο τούτο κόσμο;

* O κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Είμαι ένα Κρητικός Συριζέος


Άκουσα μια βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ από την Κρήτη που παραβρέθηκε στη συζήτησή που είχε διοργανώσει στο Τυμπάκι η αξιωματική αντιπολίτευση για το λιμάνι που σχεδιάζεται να κατασκευασθεί εκεί.
Ήλθαν κάποιοι βαλτοί, μας είπε, για να δημιουργήσουν πρόβλημα στη συζήτηση. Είμαι ολόθερμα αλληλέγγυος με τη βουλευτίνα. Σε μια εκδήλωση-συζήτηση δεν έχουν θέση κραυγές και φωνές.
Δεν γνωρίζω την υπόθεση του λιμανιού και εάν έχουν δίκιο οι Συριζέοι, που εναντιώνονται στην κατασκευή του ή εάν έχουν δίκιο "οι βαλτοί", που είναι υπέρ της κατασκευής του λιμανιού από τους Κινέζους και ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι όλο άρνηση. Στη δημοκρατία μας πρέπει όλοι και όταν λέω όλοι, εννοώ ΟΛΟΙ, να είμαστε κατά των αντισυγκεντρώσεων και των φωνασκιών και υπέρ του διαλόγου.
Και βεβαίως πρέπει όλοι και όταν λέω όλοι, εννοώ ΟΛΟΙ, να καταδικάζουμε κάθε μορφή, φραστικής, σωματικής και γιαουρτικής βίας.
Εγώ είμαι μαζί με τους Κρητικούς Συριζέους βουλευτές, άσχετα με τη λεκτική βία, που έχουν υποστεί από αυτούς όσοι δεν υποστηρίζουν τις απόψεις τους.
Στο Τυμπάκι όμως αναδείχθηκε και ακόμα ένα θέμα που έχει ενδιαφέρον.
Μέσα στις φωνές κατά των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ακούστηκε και το επιχείρημα ότι λόγο έχουν μόνον οι Τυμπακιώτες και ότι οι βουλευτές είναι ξένοι και πρέπει να σιωπούν. Και στο σημείο αυτό είμαι αλληλέγγυος με τους Συριζέους Κρητικούς βουλευτές που έστω και αν είναι από το Ρέθυμνο έχουν δικαίωμα στο να λένε την άποψή τους και να συναποφασίζουν.
Είναι απαράδεκτη αυτή η λογική του ακραίου τοπικισμού, που κατακερματίζει την κοινωνία και δημιουργεί τα τοπικά αντάρτικα.
Όμως εγώ είμαι κατά των Τυμπακιωτών που θέλουν μόνοι τους να αποφασίσουν για το λιμάνι, αλλά και κατά οποιουδήποτε άλλου τοπικού αντάρτικου, από τοπικιστές που θεωρούν ότι μόνον αυτοί έχουν δικαίωμα  στη λήψη αποφάσεων, γράφοντας κανονικά όλους τους ξένους. Και εδώ ξένοι δεν είναι οι αλλοεθνείς, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και αυτοί ακόμα που κατοικούν και εργάζονται σε ένα κοντινό ορεινό χωριό.