Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Τι μας συνέβη;





Φώτης Γεωργελές, Athens Voice, 20/12/2012





Όταν η δουλειά του πατέρα μου άρχισε να χαλάει, μετακομίσαμε. Διάβαζα τα μαθήματα της επόμενης μέρας στο τραπέζι της κουζίνας. Και με άλλαξαν σχολείο. Στενοχωρήθηκα, κυρίως γιατί το κοριτσάκι με τα ξανθά κοτσιδάκια του διπλανού θρανίου είχε κολλήσει το χέρι στο τζάμι και με χαιρετούσε όσο με έπαιρναν και ’γω γυρνούσα το κεφάλι και κοίταζα το τζάμι που απομακρυνόταν μέχρι να στρίψουμε στη γωνία και να μάθω ότι ζωή σημαίνει απώλειες.

Όμως μου πέρασε, γιατί στο ιδιωτικό τα απογεύματα μέναμε στο σχολείο και κάναμε τα «καθήκοντα» της επόμενης μέρας, ενώ στο 30ό Δημοτικό Κυψέλης παίζαμε μπάλα στο προαύλιο μέχρι το βράδυ και μετά καθόμασταν στα παγκάκια της Φωκίωνος και πίναμε μπιράλ. Πέρασα χαρούμενα παιδικά χρόνια.

Ο πατέρας μου μετά τη δουλειά του, τα απογεύματα άρχισε να πηγαίνει σ’ ένα ξενοδοχείο που είχαν με την αδελφή του στην πλατεία Βάθη. Εκεί που αργότερα κι εγώ έκανα μερικές νυχτερινές βάρδιες, από τις πιο διαπαιδαγωγικές στη ζωή μου. Όταν η δουλειά του πήγε ακόμα χειρότερα, πρόσθεσε τα βράδια το σινεμά ενός φίλου του, κρατούσε τη βραδινή προβολή στο «Κολοσσαίο». Δεν ήμασταν φτωχοί, ήμασταν μάλλον αυτό που ’λεγαν τότε μεσαία τάξη.

Ξέραμε πώς είναι η φτώχεια, τη βλέπαμε δίπλα μας, στους συμμαθητές μας στο σχολείο. Όμως έτσι έκαναν τότε οι πατεράδες της μεσαίας τάξης, δούλευαν τρεις δουλειές για να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Έφευγε το πρωί στις 7 και γυρνούσε το βράδυ στις 11μισι. Πάμε τώρα για ένα τσιγαράκι στη Φωκίωνος; έλεγε στη μητέρα μου και πήγαιναν για παγωτό στο Select. Καμιά φορά έπαιρναν κι εμάς για παϊδάκια στη «Συκιά» και τις Κυριακές το μεσημέρι στη «Θράκα». Δεν τον θυμάμαι να κλαίγεται ποτέ.

Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, νοίκιασα μια γκαρσονιέρα σε μια ταράτσα. Έτσι έκανες τότε όταν μεγάλωνες. Πώς αλλιώς θα έκανες συζητήσεις μέχρι το πρωί για τον κόσμο, πώς θα έκανες πάρτι κάθε μέρα, πώς θα συμβίωνες με άλλους ανθρώπους, πώς θα τα δοκίμαζες όλα έστω μια φορά, όπως έλεγε το σύνθημα της εποχής, πώς θα είχες την ευχαρίστηση να βλέπεις μισόγυμνα κορίτσια να περιφέρονται στο σπίτι σου; Όταν φεύγεις από το σπίτι πρέπει να μπορείς να συντηρείς τις επιλογές σου, αλλιώς τι διάολο επιδοτούμενη επανάσταση ήταν αυτή; Εκείνο τον καιρό δεν μπορούσες να κάνεις «dj set» για να βγάζεις κανένα μεροκάματο, ούτε καν να σερβίρεις στα μπαρ. Ήταν πολύ λίγα, τα καφέ τα ’λεγαν ακόμα καφενεία.

Οι επιλογές ήταν λίγες, ξεφόρτωμα φορτηγού, νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο εμφιάλωσης της Κόκα-Κόλα, 26ο χιλιόμετρο εθνικής οδού. Όταν βρισκόταν δουλειά γραφείου, ήταν λαχείο. Ήταν μια έκθεση ειδών υγιεινής στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Στις 7 το πρωί που άνοιγε, πήγαινα εννοείται κατευθείαν από το προηγούμενο βράδυ. Ο μικρός του μαγαζιού καθόταν στο γραφείο και πρόσεχε μήπως μπει κανένας πρωινός πελάτης, μέχρι τις 10 δεν έμπαινε συνήθως κανείς. Σε μια μπανιέρα λίγο πιο μέσα από τη βιτρίνα, να μη φαίνεται, εγώ κοιμόμουν για βράδυ. Στις 10 φραπές απ’ το περίπτερο. Πέρασα ευτυχισμένη φοιτητική ζωή.

Δεν ήμουν καλός φοιτητής, είχε κάθε μέρα γενικές συνελεύσεις και ήμουν απασχολημένος. Ήθελα όμως να φύγω και τέλειωσα γρήγορα. Πήγα για μεταπτυχιακά, Εμπορικό Δίκαιο, δίκαιο των επιχειρήσεων. Άντεξα ένα χρόνο. Το επόμενο καλοκαίρι τούς ανακοίνωσα ότι είχα άλλα σχέδια. Θα έκανα Πολιτική Οικονομία, μεταπτυχιακό στις ξένες πολυεθνικές στην Ελλάδα. Οι οποίες εντωμεταξύ έφευγαν. Αλλά εμείς στα αμφιθέατρα δεν το είχαμε πληροφορηθεί. Μετά οι επιλογές μου έγιναν ακόμα πιο εξαντρίκ. Θα έκανα κοινωνιολογία. Διδακτορικό στη παραλογοτεχνία. Ο πατέρας μου χαμογέλασε θλιμμένα. Νομικός που δεν δικηγορούσε αλλά έφτιαχνε οινόπνευμα, περίμενε να δει τα παιδιά του τουλάχιστον στις αίθουσες του δικαστηρίου.

Είχε νοικιάσει ένα γραφείο στην Ομόνοια, είχε βάλει ταμπέλα και περίμενε. Λίγο αργότερα θα μάθαινε ότι ούτε η κόρη του ακολούθησε τα όνειρά του. Χαμογελούσε πάντα θλιμμένα. Άραγε καταλάβαινα τότε πόση αποδοχή της επιθυμίας του άλλου έκρυβε αυτό το θλιμμένο χαμόγελο; Το ξέρεις βέβαια, αγόρι μου, είπε, ότι αυτά δεν είναι δουλειά, είναι χόμπι. Το ήξερα. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Θα γινόμουν ρεσεψιονίστ και θα έγραφα βιβλία στις νυχτερινές βάρδιες σ’ ένα μοτέλ της Route 66. Στη χειρότερη, στο ξενοδοχείο της πλατείας Βάθη. Όταν όμως κάνεις χόμπι, δεν παίρνεις λεφτά απ’ το σπίτι.

Εκεί τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Ήταν ήδη όπως θα γινόμασταν εμείς σε μια δεκαετία. Οι ξένοι καθάριζαν τα σπίτια, καθάριζαν τα μαγαζιά, έβρισκες δουλειές. Όταν η συγκάτοικός μου πήρε ένα σολεξάκι, έτσι έλεγαν τα μηχανάκια τότε, αναβαθμίστηκα. Έγινα κούριερ. Ανεβοκατέβαινα τις παρισινές λεωφόρους ευτυχής. Πέρασα τέλεια 8 χρόνια ξένος σε μια ξένη πόλη που την ένιωθα δική μου.

Για την επαγγελματική μου ζωή δεν έχω να πω τίποτα. Όλα ήταν κανονικά. Έκανα συνήθως αυτό που ήθελα, χωρίς προβλήματα και χωρίς μεγάλες ατυχίες. Βέβαια, τότε, για να μπεις στο μισθολόγιο ενός εντύπου έπρεπε να δουλεύεις 5-6 χρόνια πριν, να δίνεις άρθρα ως free lancer, να αμείβεσαι αργότερα με μπλοκάκι, στο μισθολόγιο έφτανες όταν ήδη ήσουν γνωστός δημοσιογράφος. Στο μεταξύ έκανες και μερικές άλλες δουλειές για να ζήσεις. Απολύθηκα δύο φορές και παραιτήθηκα τρεις. Και έκλεισαν μερικά έντυπα που δούλευα. Αλλά όλα αυτά ούτε που τα θυμάμαι, ήμουν πολύ τυχερός, έζησα μέχρι τώρα συναρπαστική και γεμάτη επαγγελματική ζωή.

Γιατί τα θυμήθηκα απόψε το βράδυ όλα αυτά; Σίγουρα όχι για να κάνω τον έξυπνο. Ξέρω πολύ καλά πόσο διαφορετικά είναι τώρα τα πράγματα. Τότε αν κάποιος σπούδαζε, ήξερε ότι μια δουλειά θα έβρισκε να κάνει. Τώρα οι άνθρωποι παίρνουν 2-3 πτυχία και δουλειές δεν υπάρχουν. Ούτε, πολύ περισσότερο, θέλω να γράψω καμιά ελεγεία για τη λιτότητα. Το αντίθετο. Με εκνευρίζουν αφάνταστα κάποιοι που με αφορμή την κρίση προσπαθούν να μας προσγειώσουν, να γίνουμε ολιγαρκείς. Που λένε ότι ο λαός δεν πρέπει να απλώνει τα πόδια του έξω απ’ το πάπλωμα, ότι η Ελλάδα θα φτωχύνει και έτσι είναι το φυσικό. Αντίθετα, πιστεύω ότι ο «λαός» πρέπει να θέλει πάντα περισσότερα, αρκεί να ξέρει τι αξίζει να θέλει, να ξέρει ότι ο ίδιος θα τα δημιουργήσει. Και η Ελλάδα θα γίνει φτωχότερη μόνο αν δεν την αφήσουν ν’ αλλάξει.

Όμως παρ’ όλα αυτά, καθώς θυμάμαι το παρελθόν, έχω μια απορία. Τι μας συνέβη; Πότε ακριβώς σ’ αυτές τις δύο δεκαετίες του ’90 και του 2000, αυτή η χώρα έχασε την ορμή και το δυναμισμό της; Πώς αυτή η γενιά του ρίσκου και της απόλαυσης έγινε γενιά του φόβου και της ασφάλειας; Πότε πιστέψαμε ότι η ζωή μάς χρωστάει; Ότι ζωή είναι να καταφέρεις μια πρόσληψη στο δημόσιο, να δουλέψεις 20-25 χρόνια και να βγεις στη σύνταξη στα 50 κάτι;

Πότε αρχίσαμε να θεωρούμε την εργασία «δουλεία», να ονομάζουμε τη μείωση των αποδοχών «εξαθλίωση» και την κατάργηση του επιδόματος γάμου «εργασιακό μεσαίωνα»; Πότε αυτή η χώρα άρχισε να φοβάται τη δουλειά; Να φοβάται ν’ αλλάξει; Να θρηνεί 3 χρόνια ένα μοντέλο που και η ίδια ξέρει ότι χρεοκόπησε, χωρίς να κάνει τίποτα για να το αλλάξει; Πότε δηλαδή αυτή η κοινωνία γέρασε ανεπανόρθωτα; Πώς έχασε τη ζωντάνια της; Και πότε αυτό θ’ αλλάξει; Πώς θα γίνει να ξυπνήσει μια μέρα και να πει τέρμα η κλάψα και η θυματοποίηση, τώρα σηκώνουμε τα μανίκια, τα αλλάζουμε όλα;

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Πολιτισμός της βαρβαρότητας


Του Ηλία Κανέλλη

Τον χειμώνα του 1989-90 θυμάμαι με νοσταλγία τη στρατιωτική θητεία μου. Από το τάγμα που έδρευε στον Μανταμάδο Λέσβου, ορεινό χωριό από την πλευρά της Τουρκίας, κατεβαίναμε νυχτερινές περιπολίες στις γύρω παραλίες, κυρίως στη Σκάλα Συκαμινιάς, όπου ήταν η ακτίνα δράσης μας, για την περίπτωση που επιχειρούσαν να διεισδύσουν στην Ελλάδα τίποτα Τούρκοι να ανοίξουν την κερκόπορτα. Θυμάμαι με νοσταλγία πώς ζούσαμε την προσομοίωση πολεμικών περιπετειών, που ήμασταν σίγουροι ότι δεν θα συμβούν σε εμάς. Ενιωθα περίπου όπως ο Κώστας Πρέκας στα πολεμικά παραγωγής Τζέιμς Πάρις: ήμουν ταυτόχρονα φαντάρος και η παρωδία μου - και επειδή ήμασταν καλή παρέα, όσο κράτησε το γλεντήσαμε.
Δεν ζηλεύω τους σημερινούς στρατιώτες που κάνουν τώρα τη θητεία τους σε εκείνα τα μέρη. Ούτε κι αυτοί φοβούνται πόλεμο, αλλά η δουλειά τους είναι πολύ πιο δύσκολη. Συνήθως, αυτοί υποδέχονται τους μετανάστες που, παράνομα, επιχειρούν να εισέλθουν στην ελληνική επικράτεια διά θαλάσσης από απέναντι. Και δεν τους ζηλεύω διότι είναι οδυνηρό να πρέπει να αντιμετωπίσεις με ψυχρό επαγγελματισμό, τον οποίο ενδεχομένως δεν εκπαιδεύτηκες ποτέ να επιδεικνύεις, την ανθρώπινη δυστυχία.
Και αποστρέφομαι ακόμα και την ιδέα ότι κάποιοι, στρατιώτες και πολίτες, αυτές τις ημέρες περισυνέλεγαν πτώματα ανθρώπων που χάθηκαν στα παγωμένα νερά όταν βυθίστηκε το πλοιάριο με το οποίο επιδίωκαν να περάσουν στην από δω, στην αναπαυτικότερη γι' αυτούς μεριά. Για τους ανθρώπους στον δυτικό κόσμο, και στην Ελλάδα που ανήκει στον δυτικό κόσμο, η ζωή είναι υπέρτατο δικαίωμα και υπέρτατη αξία μαζί. Κι αν είσαι λίγο τρωτός, μπροστά σε τέτοια γεγονότα οικτίρεις τον εαυτό σου που δεν μπορείς να κάνεις κάτι περισσότερο από το να θλίβεσαι.
Και ύστερα, περιπλανώμενος στο facebook, βρήκα δεκάδες, εκατοντάδες αναρτήσεις, ελλήνων χρηστών του μέσου, που επέχαιραν για τους θανάτους αυτών των ανθρώπων. Αναρτήσεις φρικτές. Μια έλεγε ότι γλιτώσαμε από μερικούς ακόμα μετανάστες! Μια άλλη θεωρούσε ότι οι άνθρωποι που έρχονταν όπως έρχονταν στην Ελλάδα θα ήταν, σε λίγο καιρό, ο στρατός για τον εξισλαμισμό της πατρίδας μας. Η λίστα συμπληρωνόταν με πολλά ακόμα βέβηλα και προσβλητικά σημειώματα - με διατυπώσεις που σε κάνουν να παγώνεις.
Ποιοι, άραγε, είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι ψηφίζουν; Εχουν οικογένειες; Φίλους; Τραγουδάνε, κλαίνε; Εχουν παίξει μικροί; Με τι αστεία γελάνε; Εχουν πληγωθεί; Εχουν πληγώσει; Τι σχολεία τελείωσαν; Σε ποια κοινωνία ζουν; Πού βρέθηκε τέτοιο περίσσευμα τυφλού μίσους; Μερικά μόνο ερωτήματα πάνω από μια χώρα που δεν είναι κανονική δυτική χώρα - και πρέπει να γίνει.
Αλλά γίνεται κανονική μια χώρα στην οποία, έστω μια μειοψηφία, επικαλείται ως πολιτισμό τη βαρβαρότητα;

Πηγή:http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4776308

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Για την απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας


Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου



Η Ελλάδα βρίσκεται στην περιδίνηση μιας κρίσης που είναι σίγουρο ότι θα διαρκέσει πολλά χρόνια· μιας κρίσης που δεν περιορίζεται στην οικονομική χρεοκοπία και στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα, διαδραματίζεται κάτι πολύ βαθύτερο που εισχωρεί στους αρμούς του κοινωνικού σχηματισμού και τον αποσαθρώνει. Πρόκειται για την ανθρωπολογική καταστροφή που συντελείται καθημερινά και που έχει προσλάβει διαστάσεις επιδημίας.
Στην Ελλάδα της Κρίσης έχουν εμφανιστεί οι πλέον ακραίες θέσεις και απόψεις. Ένα τοξικό νέφος συνωμοσιολογίας και ανορθολογισμού έχει επικαθήσει στο κοινωνικό σώμα, προκαλώντας καρκινικές μεταλλάξεις. Ανυπόστατοι μύθοι, απλουστευτικά στερεότυπα, στρεβλές ιδεολογίες, απλοϊκές ιδεοληψίες, τερατώδη ιδεολογήματα, δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο και συγκροτούν έναν «κοινό νου», που είναι πρόθυμος να παραδοθεί σε δημαγωγούς και λαϊκιστές που υπόσχονται επίγειους παραδείσους.
Το κακό με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, είναι ότι δεν πρόκειται για καταφανή ψεύδη. Περιέχουν και κάποιες αλήθειες, τις οποίες αναμιγνύουν με δοξασίες και προκαταλήψεις, γενικεύοντας και απλοποιώντας, για να καταλήξουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Maria Todorova, εκείνο που πρέπει να μας προβληματίσει με τα στερεότυπα δεν είναι το περιεχόμενό τους, αλλά η σύνταξη, τα συμφραζόμενα. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει, δυστυχώς, «απομαγευτεί», όπως ήλπιζε ο Μαξ Βέμπερ για τις κοινωνίες της νεωτερικότητας.
Με τα λόγια του Rolant Barthes «Ενώ ο μύθος είναι αυτός καθαυτός μια αξία – δεν δεσμεύεται από την αλήθεια: τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει το μύθο να είναι ένα ατελεύτητο άλλοθι: αρκεί το σημαίνον του να έχει δύο όψεις, για να διαθέτει πάντα ένα “αλλού”: το νόημά του μπορεί πάντα να παραστήσει τη μορφή και η μορφή μπορεί πάντα να ξεπεράσει το νόημα. Δεν υπάρχει ποτέ αντίφαση, ρήξη και έκρηξη, ανάμεσα στο νόημα και τη μορφή: ποτέ δεν συμπίπτουν.»
Εάν επιχειρήσει κανείς να συνοψίσει αυτόν τον ηγεμονικό στην Ελλάδα «κοινό νου», δηλαδή την άμεση, αδιαμεσολάβητη, μη αναστοχαστική, μη θεωρητική αλλά απλοϊκή αντανάκλαση της πραγματικότητας, μπορεί να εντοπίσει τις ακόλουθες σταθερές που τον συγκροτούν:
  1. Πηγή όλων των δεινών στην Ελλάδα της κρίσης, είναι το Μνημόνιο.
    1. Υπεύθυνοι για την κρίση είναι οι επίβουλοι ξένοι, που θέλουν να αφανίσουν το υπερήφανο έθνος των Ελλήνων.
    2. Λογική συνέπεια των ανωτέρω, είναι ότι «εμείς δε φταίμε», άρα «δε χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε».
    3. Το πολιτικό σύστημα συγκροτείται από πουλημένους, φαύλους και προδότες, που απλώς εκτελούν τις εντολές των ξένων κέντρων. Εάν οι φαύλοι επέστρεφαν τα κλεμμένα, τότε όλα τα προβλήματα της Ελλάδας θα είχαν λυθεί.
  2. Όλα αυτά συνδυάζονται με αδιανόητες θεωρίες συνωμοσίας, που επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση του Στέλιου Ράμφου, ότι «Ψυχολογικά, η συνωμοσιολογία αποτελεί καθαρά φοβικό σύνδρομο, ένα είδος συλλογικής μανίας καταδιώξεως, ελλείψει προσανατολισμού στο μέλλον. Στερούμενη αναστοχαστικής δυνατότητας, η συνωμοσιολογική φαντασίωση ριζώνει στην παραμυθητική βεβαιότητα μιας εθνικής μοναδικότητας και ενός ανελέγκτου, απολύτως κακού εχθρού, στον οποίο προβάλλουμε και αποδίδουμε όλες τις ανικανότητες και τις αποτυχίες μας.»
Αυτός ο αυτοαναφορικός λόγος είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδομηθεί. Έχει στέρεα εσωτερική λογική, είναι απλός στην εκφορά του και, το κυριότερο, δεν προϋποθέτει την οδυνηρή αυτογνωσία. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, «Φέρνει επίσης στην επιφάνεια και μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση που αποτελεί μέρος της νεοελληνικής ιδεολογίας: την αίσθηση ότι φταίνε μονίμως κάποιοι άλλοι και ότι υπάρχει πάντα ένας απλός και ανώδυνος τρόπος να λύνονται τα προβλήματα, χωρίς να χρειαστεί να κοιταχτούμε εμείς στον καθρέφτη και να πούμε, ναι, κάναμε λάθος και πρέπει να αλλάξουμε.»
Το πόσο βαθιές ιστορικές ρίζες έχει αυτό το στερεότυπο, φαίνεται και από αυτά που έγραφε πριν από πολλά χρόνια ένας ιστορικός, ο Κυριάκος Σιμόπουλος: «Ο Ελληνισμός αγωνίζεται επί δύο χιλιετίες σε έναν εχθρικό κόσμο υπό συνεχή απειλή ολοκληρωτικού αφανισμού… αντιστέκεται… επί δύο χιλιετίες ολομόναχος.» Το ανάδελφον Έθνος που όλοι επιβουλεύονται. Μύθος επιστημονικά ανυπόστατος και πολιτικά παρανοϊκός, αλλά τόσο ελκυστικός και αυτάρκης.
Παράλληλα, έχει εμφανιστεί ένα ακόμα ιδιαίτερα επικίνδυνο φαινόμενο: η άρνηση των δημοκρατικών θεσμών και του δημοκρατικού κεκτημένου αυτής της χώρας, η ταχύτατη διολίσθηση σε αντιδημοκρατικές ατραπούς. Γενέθλιος τόπος αυτής της εξέλιξης, που προϋπήρχε σε λανθάνουσα μορφή, ήταν οι κινητοποιήσεις των «αγανακτισμένων» στην Πλατεία Συντάγματος, το καλοκαίρι του 2011, με τις κρεμάλες, τις μούντζες και την υπέρβαση των ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών, με τη συνύπαρξη ακροδεξιών και ακροαριστερών σε ένα ιδιότυπο φαιοκόκκινο μέτωπο αντιδημοκρατίας, που περιγράφει με ακρίβεια ο Γιάννης Βούλγαρης: «Οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, αγανακτισμένες ή όχι, όταν δεν περιορίζονται στην αντικοινοβουλευτική µούντζα, οχυρώνονται στην ψυχολογική άρνηση του “δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω”. Την ίδια στιγμή, όμως, µια φαιοκόκκινη συμπόρευση υποσκάπτει το ιστορικό κεκτημένο της µεταπολίτευσης: την απόλυτη διάκριση της χουντικής περιόδου από τη δημοκρατική. Επί μέρες τώρα, στο Σύνταγμα, χιλιάδες άνθρωποι κάθονται κάτω από το άθλιο πανό “η χούντα δεν τελείωσε το ’73” αμφισβητώντας (συνειδητά; αµέριµνα;) την ιστορική σηµασία της µεταπολιτευτικής ρήξης.»
Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για έναν «πολιτιστικό αυτισμό», σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Θοδωρή Κουλουμπή: «Το πολιτικό σύστημα –η εδραιωμένη δημοκρατία που οικοδομήθηκε μετά το 1974– απαξιώνεται στο σύνολό του. Διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις και δεξαμενές έρευνας και προβληματισμού (δείγματα πλουραλισμού σε μια κοινωνία των πολιτών), κατηγορούνται ότι απεργάζονται την αλλοίωση της ελληνικής ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης. Έτσι, ο πολιτιστικός αυτισμός γίνεται το τελευταίο καταφύγιο των αγωνιστών της καθαρής εθνικής συνείδησης και του ανυποχώρητου πατριωτισμού. Και όλα τα παραπάνω, συμπληρώνονται με διάφορες θεωρίες συνωμοσίας που χρεώνουν στην υλιστική Δύση, τα καταχθόνια σχέδια για την εδαφική πολυδιάσπαση της ελληνικής επικράτειας.»
Τον τελευταίο καιρό, έχει εμφανιστεί ένα ακόμα πιο επικίνδυνο φαινόμενο: η κοινωνική νομιμοποίηση της πολιτικής βίας. Σύμφωνα με σειρά δημοσκοπήσεων, μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων εγκρίνει την πολιτική βία και δεν διστάζει να πει ότι ευχαρίστως θα συμμετείχε σε πράξεις βίας κατά πολιτικών αντιπάλων. Η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι η μοναδική ευρωπαϊκή(;) χώρα, όπου ένα εξτρεμιστικό, φιλοναζιστικό ακροδεξιό κόμμα, η Χρυσή Αυγή, έχει εισέλθει στο Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενη από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρων. Όλες οι ενδείξεις είναι ότι το κόμμα αυτό διευρύνει συνεχώς την πολιτική του επιρροή, δεδομένου ότι εμφανίζεται ενισχυμένο σε όλες τις δημοσκοπήσεις μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012. Παράλληλα, πυκνώνουν τα επεισόδια ρατσιστικής βίας που έχουν φτάσει ακόμα και σε εν ψυχρώ δολοφονίες μεταναστών.
Οι τρεις διαπιστώσεις που προηγήθηκαν, δηλαδή, η απουσία αυτογνωσίας με επίρριψη όλων των ευθυνών στους κακούς ξένους, η αντιδημοκρατική διολίσθηση και η κοινωνική νομιμοποίηση της πολιτικής βίας, οδηγούν αβίαστα στο βασικό συμπέρασμα: Η οικονομική κρίση δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί, όσο σωστές πολιτικές αποφάσεις και εάν ληφθούν, χωρίς να αλλάξουν νοοτροπίες και συμπεριφορές στο κοινωνικό και ανθρωπολογικό επίπεδο. Τίποτα δεν θα αλλάξει, εάν δεν καταπολεμηθεί η ηγεμονία του ανορθολογισμού.
Τα μέτρα που λαμβάνονται και οι μεταρρυθμίσεις που αποφασίζονται, ακόμα και εάν υλοποιηθούν, αναβαθμίζουν το hardware της χώρας. Δεν αγγίζουν τις νοοτροπίες, το software που είναι απαραίτητο για την επανεκκίνηση και για τη ριζική τομή με το παρελθόν.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Νίκος Δήμου, «Οι αντι-ορθολογιστι­κές απόψεις, φαίνεται, ακόμα και σήμερα, να είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στη χώρα μας. Η ιδεολογική συγκρότηση του νεοέλληνα παραμένει το κύριο εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια για την ουσιαστική αλλαγή των πραγμάτων.
»Το έλλειμμα του ορθολογισμού είναι, κατά τη γνώμη μου, το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως έθνος. Βρίσκεται πίσω από όλα μας τα επί μέρους προβλήματα – από τα πολιτικά και τα οικονομικά, μέχρι τα πολιτιστικά. Μας δυσκολεύει αφάνταστα στις διεθνείς μας σχέσεις και μας ταλαιπωρεί τρομακτικά στην καθημερινή μας ζωή, που κινείται μόνιμα μέσα σε ένα χαοτικό περιβάλλον. Δοξασίες και μύθοι που δεν αντέχουν στον παραμικρό κριτικό έλεγχο, αποτελούν δόγματα για τον μέσο Έλληνα. Μεταφυσικές και παραφυσικές θεωρίες κυκλοφορούν ελεύθερα και γίνονται αποδεκτές χωρίς να αντικρούονται ποτέ. Οι αστρολόγοι και τα μέντιουμ συναγωνίζονται στην τηλεόραση τους “αποκαλυπτικούς δημοσιογράφους” και δεν ξέρω ποιοι είναι πιο επικίνδυνοι για τη δημόσια υγεία.»
Τα ανωτέρω συγκροτούν ένα κρίσιμο πολιτισμικό πρόβλημα. Μια διαρκή κρίση ταυτότητας, με κύριο χαρακτηριστικό την ανασφάλεια και την εθελοντική και αυθαίρετη θυματοποίηση. Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης, «Στην αφετηρία βρίσκεται σαφώς η κρίση του πολιτιστικού προτύπου. Η κρίση είναι κατά βάση κρίση πολιτιστική. Η δημοσιονομική κρίση απαιτεί την άμεση και κατά προτεραιότητα αντιμετώπιση, αλλά η επίλυσή της δεν απαντά από μόνη της στην καθολικότητα του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Η συνολική απάντηση απαιτεί ριζικές μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα.»
Πώς μπορεί να αλλάξουν αυτές οι ανορθολογικές νοοτροπίες και συμπεριφορές; Πώς μπορεί να ηγεμονεύσει ο ορθολογισμός, γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, που από επίσημα εκκλησιαστικά χείλη έχει χαρακτηριστεί «Επικατάρατος»; Μήπως η αλλαγή συνειδήσεων προϋποθέτει ευρύτερες διεργασίες στην ελληνική κοινωνία, για τις οποίες δεν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος, δεδομένου ότι η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου μοιάζει να εξαντλείται;
Το ερώτημα είναι εύλογο και κρίσιμο. Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς σε μια «πολιτικοποίηση του προσωπικού», όπως ρομαντικά ζητούσαν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του Μάη του ’68. Αντίθετα, είναι ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι με μια συντονισμένη προσπάθεια του πολιτικού προσωπικού και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, θα μπορούσε να αποδομηθεί ο απλοϊκός κοινός νους και να αντικατασταθεί από μια νέα αυτογνωσία, δηλαδή από μια νέα αφήγηση για μια Ελλάδα που αντιλαμβάνεται την κρίση ως ευκαιρία, που αγωνίζεται να την υπερβεί, που δημιουργεί, που εναντιώνεται στους καταστροφικούς συντεχνιασμούς και την ιδιοτέλεια. Μια νέα αφήγηση που στο επίκεντρό της θα έχει την πίστη ότι πρέπει επιτέλους να λειτουργήσουμε όλοι στο όνομα του γενικού συμφέροντος και της κοινής μας μοίρας.

Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η πανούκλα του λαϊκισμού, είτε με αριστερόστροφο είτε με ακροδεξιό μανδύα, εμποδίζει το πολιτικό προσωπικό και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης (με λίγες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του κανόνα) να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας και να πουν τα πράγματα με το όνομά τους: για πολλά χρόνια αυτή η κοινωνία έζησε πάνω από τις δυνατότητές της, οικοδομώντας ένα απολύτως στρεβλό και αντιπαραγωγικό μοντέλο. Η μάχη των ιδεών, η μάχη της Ηγεμονίας, έχει αφεθεί στα χέρια ελάχιστων διανοουμένων και ακόμα λιγότερων πολιτικών. Ο λαϊκισμός έχει κυριαρχήσει παντού. Το πολιτικό σύστημα, όταν δεν υπερθεματίζει σε δημαγωγία και λαϊκισμό, αρθρώνει έναν αμυντικό και ηττοπαθή πολιτικό λόγο, στη λογική του ελάσσονος κακού, συμπεριφερόμενο ως το δύσμοιρο θύμα των διαθέσεων της κοινής γνώμης και των δημοσκοπήσεων.
Όπως ευθύβολα επισημαίνει ο Μάκης Καραγιάννης, «Αν θέλει να προσφέρει κάτι η Αριστερά, πρέπει να θυμηθεί πάλι την ιδεολογική ηγεμονία του Γκράμσι και τη σημασία της ιδεολογίας. Που σημαίνει να αναδείξει το ψέμα στο οποίο ζούσαμε. Να καταγγείλει την υποκρισία που ενδημεί και στην ίδια την Αριστερά. Να κάνει δηλαδή την αυτοκριτική της. Να ξαναδώσει πάλι στις λέξεις την αλήθεια τους. Να αναδείξει τις αξίες που έσβησαν. Την αλληλεγγύη. Την εργασία. Την αξιοκρατία. Την ηθική. Την υπεράσπιση των αδυνάτων.
»Έχουμε ανάγκη από αλήθεια. Όμως είναι οδυνηρή και κοστίζει. Ο λαϊκισμός είναι πάντα γοητευτικός και χαϊδεύει τ’ αυτιά. Γι’ αυτό και θα έχει πολύ μέλλον.»
Την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη συντελούνται κοσμοϊστορικές αλλαγές. Κατά έναν παράδοξο και αντιφατικό τρόπο, οι αγορές υποχρεώνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει σε αποφάσεις οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης, αδιανόητες πριν από μερικά χρόνια. Οι δισταγμοί και οι καθυστερήσεις δεν πρέπει να μας κάνουν να υποτιμήσουμε τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, που αναδύεται με τις οδύνες του τοκετού τού νέου. Τα έθνη κράτη, ένας ιστορικός αναχρονισμός στην παρούσα μορφή τους, αντιστέκονται με κάθε τρόπο στη νέα πραγματικότητα, που ελπίζουμε να οδηγήσει σε έναν ευρωπαϊκό φεντεραλισμό, έτσι όπως τον οραματίστηκαν οι πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής ιδέας και που αποτυπώνεται με ακρίβεια σε ένα πρόσφατο κείμενο:
«Χρειαζόμαστε μια αξιόπιστη νέα πρόταση για οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη, στην οποία θα μπορέσουν να συναινέσουν όλοι οι Ευρωπαίοι – στο Βορρά όπως στο Νότο. Αυτό που δεν χρειαζόμαστε, είναι συνεχώς νέα πακέτα μέτρων λιτότητας, τα οποία δεν δημιουργούν ούτε εμπιστοσύνη, ούτε οικονομική και κοινωνική αειφορία.
»Χρειαζόμαστε νέους και αποτελεσματικούς οικονομικούς κυβερνητικούς μηχανισμούς, προκειμένου να διορθωθούν οι θεσμικές ελλείψεις της Ευρωζώνης και να προωθηθεί ο στενότερος συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής. Η νομισματική ένωση δεν λειτουργεί χωρίς στενότερη πολιτική ένωση. Αυτό πρέπει να αναγνωριστεί και να εφαρμοστεί, αντί να ρισκάρουμε την κατάρρευση της Ευρωζώνης. Μια τέτοια κατάρρευση θα συνεπαγόταν απρόβλεπτο πολιτικό και οικονομικό κόστος.»[1]
Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι ο πρόεδρος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος SPD, Sigmar Gabriel, ζήτησε το καλοκαίρι του 2012 από τον Jürgen Habermas, να ετοιμάσει ένα κείμενο για την ευρωπαϊκή ενοποίηση που θα ήταν η βάση του προγράμματος του SPD για τις εθνικές εκλογές του 2013. Ο Jürgen Habermas, μαζί με τους Peter Bofinger και Julian Nida-Rümelin, έγραψαν ένα κείμενο-σταθμό, με τίτλο «Μόνο η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί να σώσει το ευρώ», όπου προτείνεται ότι η Γερμανία πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία για μια συντακτική συνέλευση της Ευρώπης, με δημοψηφίσματα σε όλες τις χώρες-μέλη, προκειμένου να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Μια πρόταση ιδιαίτερα τολμηρή, που έχει ήδη προκαλέσει έντονες συζητήσεις σε όλη την Ευρώπη.
Έτσι, παρά τις απαισιόδοξες διαπιστώσεις που προηγήθηκαν, η αισιοδοξία της πράξης παραμένει. Μικρή συνεισφορά σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι τα κείμενα που συγκροτούν αυτό το βιβλίο, δημόσιες παρεμβάσεις στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας. Η κρυφή ελπίδα είναι να συμβάλουν, έστω και κατ’ ελάχιστο, στην απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας και στην επικράτηση της νεωτερικότητας. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται ως αρχικό κείμενο «Η καταστροφική “ιδεολογία της μεταπολίτευσης”», δημοσιευμένο στο προηγούμενο βιβλίο μου,Πολιτικό Τραβέρσο στην Ύστερη Μεταπολίτευση. Το κείμενο αυτό περιγράφει το πώς εισήλθε, από ιδεολογική σκοπιά, η Ελλάδα, στην κρίση των τελευταίων ετών. Απολύτως απαρασκεύαστη, με φαντασιώσεις και ιδεοληψίες που πολύ συχνά οδηγούσαν σε φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα.
Τα υπόλοιπα κείμενα, δημοσιευμένα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και στο facebook, σε blogs και σε ιστοτόπους, αρθρώνονται γύρω από έναν κοινό άξονα: Προσπαθούν να αναλύσουν και να αντιμετωπίσουν όλα τα νοσηρά φαινόμενα που περιγράφηκαν στις παραπάνω γραμμές. Η δημοσίευσή τους προκάλεσε, αρκετές φορές, έντονους διαλόγους και αντιπαραθέσεις. Ελπίζω και εύχομαι ότι η έκδοσή τους σε βιβλίο θα δώσει περισσότερα ερεθίσματα για προβληματισμό.
Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, «Μύθοι και Στερεότυπα στην Ελληνική Κρίση» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκεντρο.





[1] Το κείμενο υπογράφουν οι Giuliano Amato (πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας),Zygmunt Bauman (Leeds University)Ulrich Beck (Ludwig - Maximilians - Universität, Μόναχο)Peter Bofinger (Julius - Maximilians - Universität, Βύρτσμπουργκ)Stefan Collignon (Scuola Superiore Sant’Anna, Πίζα)Alfred Gusenbauer (πρώην ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας)Jürgen Habermas(Γερμανός φιλόσοφος)David Held (London School of Economics)Gustav Horn(Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Οικονομικής Έρευνας, Ντίσελντορφ)Bernard-Henri Lévy (Γάλλος φιλόσοφος)Roger Liddle (Βουλή των Λόρδων και πρόεδρος του Policy Network), David Marquand (Oxford University), Henning Meyer (London School of Economics)Kalypso Nicolaidis (Oxford University)Jan Pronk (ISS, Χάγη, και πρώην Ολλανδός Υπουργός Ανάπτυξης)Poul Nyrup Rasmussen (πρώην πρωθυπουργός της Δανίας και πρόεδρος του κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών PES)Maria Joao Rodrigues (Université Libre de Bruxelles και Lisbon University Institute)Martin Schulz (πρόεδρος της σοσιαλιστικής κοινοβουλευτικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)Gesine Schwan (Humboldt-Viadrina School of Governance, Βερολίνο).



Πηγή:http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=14848&sw=1024


Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ανοίγει ένα παράθυρο για το μέλλον

Πολύ σημαντικές ειδήσεις:
Μάλλον πάμε για νέο κούρεμα ακόμα και του δημοσίου χρέους μετά το 2014. Πλέον οι Ευρωπαίοι πολίτες-φορολογούμενοι κινδυνεύουν να πληρώσουν και με κούρεμα κεφαλαίου (εκτός από τη διαφορά τόκων που ήδη πληρώνουν οι περισσότεροι) το Ελληνικό χρέος, τη δικιά μας αφροσύνη.
Το έλλειμμα στο εμπορικό μας ισοζύγιο έχει μειωθεί κατά πολύ (και με αύξηση των εξαγωγών) και το γενικότερο έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών μας συναλλαγών είναι πλέον απόλυτα διαχειρίσιμο.
Παρά την κατάρρευση του μοντέλου της Ελληνικής οικονομίας, η παραγωγική βάση της χώρας έχει μείνει σχετικά ανέπαφη (η αγροτική παραγωγή αυξάνεται λίγο, ο κορμός της εξαγωγικής μας βιοτεχνίας και βιομηχανίας έχει μείνει όρθιος)
Παρά τις τεράστιες δυσκολίες οι φορολογούμενοι πληρώνουν τις οφειλές τους παρά τον πολύ αυξημένο εφέτος φόρο εισοδήματος σε ποσοστό μάλιστα  ελαφρά βελτιωμένο (δεν το πιστεύετε, αλλά αυτό δείχνουν τα στοιχεία) σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια της ευδαιμονίας.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το πρωτογενές έλλειμμα της χώρας θα είναι κατά πολύ μικρότερο αυτού που έχει προϋπολογισθεί και υπάρχει και ενδεχόμενο από εφέτος να δημιουργήσουμε πολύ μικρά πρωτογενή πλεονάσματα.
Ήδη έχει ενεργοποιηθεί ο ελεγκτικός μηχανισμός, κατά χιλιάδων ατόμων που έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό την τελευταία διετία. Ήδη γίνονται έλεγχοι κατά προσώπων που δείχνουν αδικαιολόγητη αύξηση περιουσίας. Φαίνεται ότι το νερό μπαίνει επιτέλους στο αυλάκι και, θεωρώ, ότι η συμβολή της ΔΗΜΑΡ σ΄αυτό είναι καθοριστική.
Προχωράει και πρόκειται σε λίγους μήνες να εφαρμοσθεί το νέο σύστημα ελέγχου του λαθρεμπορίου καυσίμου, με τοποθέτηση GPS κλπ. Θεωρώ ότι η αύξηση των εσόδων από τον τομέα αυτό μπορεί να είναι θεαματική. Πιστεύω ότι η στήριξη της Κυβέρνηση από τη ΔΗΜΑΡ, πρέπει να πάρει άμεσο τέλος εφόσον σταματήσει η προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου.
Τα τελευταία στοιχεία μελέτης του ΙΟΒΕ  δείχνουν αύξηση του δείκτη οικονομικού κλίματος στο υψηλότερο των τελευταίων 20 μηνών!!!
Υπάρχει μια μεγάλη προσπάθεια να προχωρήσουν δημόσια έργα και ιδιωτικές επενδύσεις. Το μαύρο πρόβατο θεωρεί ότι απαράβατος όρος της ΔΗΜΑΡ για το 2013 θα πρέπει να είναι η μη περικοπή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
Είναι βέβαιη η αύξηση της ρευστότητας στην πραγματική αγορά, με τις επανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, την επιστροφή κεφαλαίων, τη δυνατότητα εξεύρεσης φθηνών κεφαλαίων από τις τράπεζες, την πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών του Δημοσίου, την επιτάχυνση των έργων του ΕΣΠΑ.

Μετά από όλα αυτά θεωρώ σοβαρό ενδεχόμενο να βρισκόμαστε στον πάτο. Είμαστε βέβαια σε μια απαίσια κατάσταση με πάνω από ένα εκατομμύριο άνεργους, με κλειστές επιχειρήσεις, ειδικά στον τομέα του εμπορίου, με τεράστιες μειώσεις μισθών και συντάξεων και αύξηση φορολογίας, με φτωχοποίηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, όμως, φαίνεται, ότι επέρχεται η πολυαναμενόμενη ισορροπία σε ένα  πολύ χαμηλό επίπεδο. Και όποιος πιστεύει ότι θα ήταν δυνατόν να γίνει ριζικά διαφορετικά, απλώς δεν ξέρει τί του γίνεται. Ας ακολουθεί τον Βαρουφάκη, που ούτε πέντε νούμερα δεν μπορεί να βάλει στη σειρά.

Μάλλον τώρα έρχεται η νέα εποχή. Αν δεν έλθει, απλώς θα καταρρεύσει η Κυβέρνηση και οι βάσεις της κοινωνίας και πιθανόν να είμαστε αναγκασμένοι να ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ και δραχμή, κατάρρευση και πείνα, για να μην έχουμε φασισμό και νεοναζισμό.

Γι΄αυτή τη νέα εποχή πρέπει να αγωνισθεί η Δημοκρατική Αριστερά. Να ονειρευθεί το νέο κόσμο και να προτείνει το νέο σχέδιο για την οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας. Για χάριν των πολλών. Τώρα, επιτέλους, να αφήσουμε στην Κυβέρνηση την καθημερινή διαχείριση και να δούμε το μεγάλο πεδίο που προβάλλει.

Έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Πετύχαμε τη δέσμευση της τρόικας για άρση αδικιών, εφόσον τα αποτελέσματα θα είναι καλύτερα από τα προβλεφθέντα.
Και φαίνεται ότι αυτό είναι δυνατόν. Και έτσι θα μπορέσουμε να σχεδιάσουμε καλύτερα το μέλλον. Για να δώσουμε σ΄αυτούς που πραγματικά υποφέρουν. Να ονειρευθούμε το αύριο. Είναι δυνατόν ένα καλύτερο μέλλον με τον τρόπο που βαδίζουμε, όσο και αν οι Βαρουφακιοοπαδοί, νομίζουν ότι γίνεται κι αλλιώς.
Οι προοδευτικοί είναι τελικά αυτοί που ονειρεύονται όνειρα εφικτά. Μπορούμε να φθάσουμε στον ουρανό, αλλά με συγκεκριμένη και υπαρκτή σκάλα.

Να ξεκαθαρίσουμε ότι το φορολογικό δεν είναι μακράς πνοής και ότι θα  διορθώνουμε αδικίες με τη σταδιακή πάταξη της φοροδιαφυγής. Έτσι ώστε μελλοντικά να παίρνουμε πολύ περισσότερους φόρους από μεγάλα εισοδήματα με μείωση φόρων στους φτωχούς και τους πολύτεκνους.
Να  προτείνουμε  ποιοι μισθοί και ποιες συντάξεις θα αυξηθούν σε περίπτωση μεγαλύτερων εσόδων και μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Τί κίνητρα θα πρέπει να ξαναδώσουμε στον τομέα της οικοδομής, έτσι ώστε από τη μια μεριά να μην επαναληφθεί η φούσκα του παρελθόντος και από την άλλη να αρχίσει να κινείται η αγορά, που θα δώσει δουλειές σε χιλιάδες ανέργους και θα αυξήσει τα έσοδα.
Να σχεδιάσουμε το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας που θα είναι βιώσιμο στις γενιές που έρχονται χωρίς δανεικά.
Ας τους αφήσουμε να ουρλιάζουν σαν λύκοι.
Εμείς ξέρουμε ποιος είναι ο πραγματικά προοδευτικός σ΄αυτό τον τόπο. Και δεν είναι ο παρτάκιας. Αυτός που θέλει την επιστροφή στον κακό παρελθόν. Είναι αυτοί που σκέπτονται, σχεδιάζουν και ονειρεύονται ένα παράθυρο για τα παιδιά!!!!

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Στο συνέδριο της "Δράσης"

Η ομιλία του συγγραφέα και μέλους της Δημοκρατικής Αριστεράς Χρήστου Χωμενίδη στο συνέδριο της Δράσης που γίνεται σήμερα και αύριο:
"Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα εδώ, φίλες και φίλοι, σε ένα ανοιχτό...
συνέδριο οργανωμένο από τη «Δράση».
Χαίρομαι διότι η «Δράση» στάθηκε από την ίδρυσή της και μέχρι σήμερα ένα κόμμα αρχών. Ένα κόμμα αρχών από τα πολύ λίγα - από τα μετρημένα, μπορώ να πω, στα δάκτυλα- στη μεταπολιτευτική μας Ιστορία. Ένα κόμμα αρχών σε μιαν Ελλάδα όπου τα κόμματα ήταν εκ γενετής ή μετατρέπονταν με την πάροδο του χρόνου σε μηχανισμούς νομής και διανομής της εξουσίας. Σε δίκτυα κάθε λογής αλληλοεξυπηρέτησης. Σε ενδιάμεσους μεταξύ των ψηφοφόρων τους και του κράτους. Σε μεσολαβητές ανάμεσα στους χορηγούς τους και στο κράτος. Σε διαύλους μέσα στους οποίους το οποιοδήποτε σχεδόν κοινωνικό ζητούμενο εκφυλιζόταν βαθμιαία ώσπου να καταντήσει αίτημα πελατειακής φύσης, που η ικανοποίησή του ισοδυναμούσε κατά κανόνα με την εξαργύρωσή του. Σε οργανισμούς εν ολίγοις, οι οποίοι εναλλάσσονταν στους κυβερνητικούς -μα και σε κάθε άλλο δημόσιο θώκο- με μόνο αντικειμενικό σκοπό το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα της περίφημης «πίττας», μιας «πίττας» η οποία ανεπαισθήτως ολοένα και συρρικνωνόταν…

Σε έναν τέτοιο ζοφερό, πλην χαρισάμενο -κυρίως δε αυτοϊκανοποιούμενο και αυτοθαυμαζόμενο- κόσμο, η πολιτική ως πεδίο σύγκρουσης αντιλήψεων και ως μήτρα σχεδιασμού του κοινού μας μέλλοντος -η πολιτική στην ουσία της- αναμενόμενο ήταν διαρκώς να φθείνει. Και λογικό ήταν οι διαμορφωτές της κοινής μας γνώμης να ενθουσιαστούν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 με το πολυδιαφημισμένο διεθνώς «Τέλος της Ιστορίας και των Ιδεολογιών», το οποίο μετέφρασαν ελληνιστί σε «βλέποντας και κάνοντας» ή -ακριβέστερα- σε «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε…»

Με την αντίληψη αυτή για μπούσουλα, πορεύτηκε η ελληνική κοινωνία σταθερά προς τον γκρεμό, φωτιζόμενη από εντυπωσιακά πυροτεχνήματα, όπως η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, η στέψη της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, ακόμα δε και η πρωτιά στη Eurovision… Ας μη γελιόμαστε, φίλες και φίλοι: Προτάγματα όπως ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας ή η επανίδρυση του κράτους ουδέποτε συγκίνησαν τις πλατιές μάζες. Χρησίμευαν σαν άλλοθι για τις πολιτικές ηγεσίες. Αποτελούσαν τη ρομαντική ψευδαίσθηση των πνευματικών ελίτ, οι οποίες έχτιζαν με τα λόγια ανώγια και κατώγια ενώ οι εργολάβοι ντήλαραν αδίστακτα κάτω από το τραπέζι. Αυτό το ξέρουμε πλέον καλά. Το έχουμε μάθει στο πετσί μας.

Το ερώτημα τίθεται αδυσώπητο: Γιατί δεν αντιδράσαμε εγκαίρως και αποτελεσματικά; Γιατί δεν κρούσαμε τότε, στην ένταση που επιβαλλόταν, τον κώδωνα του κινδύνου;
Κάποιοι, θα υπενθυμίσετε, το έπραξαν: Ο νόμος Γιαννίτση κατατέθηκε στο κοινοβούλιο προτού αποσυρθεί κακήν-κακώς. Δύο πρώην πρωθυπουργοί –οι κ.κ. Μητσοτάκης και Σημίτης- προειδοποίησαν σε ανύποπτο σχεδόν χρόνο για τον ολισθηρό κατήφορο που έπαιρνε η χώρα. Ο ιστορικός πρόεδρος της «Δράσης» κατέθετε παγίως τις ρηξικέλευθες προτάσεις του. Η σκεπτόμενη Αριστερά διετύπωνε τους προβληματισμούς της…

Κι όμως, η αλήθεια είναι ότι ανεχόμασταν σε μεγάλο βαθμό το περιρέον όργιο. Κι όχι επειδή φοβόμασταν το ρόλο της Κασσάνδρας – πολλά και διάφορα θα μπορούσε κανείς να μας προσάψει μα όχι δειλία. Ανεχόμασταν την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, τη σταδιακή μετατροπή κάθε θεσμού σε σκέτο πρόσχημα, τα πολυποίκιλα φαινόμενα εκφυλισμού, επειδή είχαμε κάνει δύο βασικές παραδοχές.

Η πρώτη ήταν πως η Ελλάδα διαθέτει δίχτυ ασφαλείας. Πως οι στρατηγικές της επιλογές –η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτίστως- την έχουν θωρακίσει με κεκτημένα, τα οποία δεν νοείται να τεθούν υπό αμφισβήτησιν. «Ό,τι και να συμβεί, αποκλείεται να μας πάρει ο διάολος!» καθησυχάζαμε.
Για τη δεύτερη σιωπηλή παραδοχή μας ευθύνεται –πιστεύω- η γονιδιακή σχεδόν αισιοδοξία, η οποία ανέκαθεν χαρακτηρίζει τους ανθρώπους του Διαφωτισμού. Η πίστη πως ο κόσμος αργά αλλά σταθερά προοδεύει. Πως οι συνήθειες και οι νοοτροπίες δεν γίνεται παρά να αλλάζουν επί τα βελτίω. Πως τα παιδιά είναι πάντοτε καλύτερα από τους γονείς τους, το αύριο πιο ελπιδοφόρο από το χθες. Από ετούτη την αντίληψη εμφορούμενοι, απομονώναμε λίγες ψηφίδες της γενικής εικόνας –τη μερίδα της νέας γενιάς που εμφορούνταν πράγματι από κοσμοπολιτισμό, το κομμάτι της επιχειρηματικότητας που διαπνεόταν όντως από καινοτόμο πνεύμα- τις αναδεικνύαμε, τις ευλογούσαμε και ποντάραμε πάνω τους το συλλογικό μας μέλλον.

Φευ! Οι δραματικές εξελίξεις της τελευταίας τριετίας κατέδειξαν το μέγεθος της φενάκης μας. Δεν είναι μονάχα η οικονομική κατάρρευση και ο κοινωνικός κατακερματισμός που έχει αυτή επιφέρει. Είναι -όπως το θέτει ένα αθυρόστομος φίλος μου- είναι που «βγήκαν», και που βγαίνουν, «όλα τα σκατά στο πιάτο». Οι πλέον σκοτεινές όψεις του παρελθόντος, οι πλέον παρωχημένες συμπεριφορές βρυκολάκιασαν και μάς τρίζουν τα δόντια. Η Αριστερά των παλαιοημερολογίτικων συνιστωσών και των εν πολλαίς αμαρτίαις γηρασάντων εργατοπατέρων, η Αριστερά του δογματικού κρατισμού και της στρουθοκαμηλικής άρνησης της πραγματικότητας, έχει βρεθεί ξαφνικά στο κέντρο του γηπέδου και προσδοκά να κυβερνήσει. Η πιο αντιδραστική, φοβική, μισαλλόδοξη Δεξιά, η ναζιστική Δεξιά, φιλοδοξεί βασίμως να αναδειχθεί σε φρικαλέο ρυθμιστή όχι μόνο του πολιτικού παιχνιδιού αλλά και της καθημερινότητας μας. Ο «Αυριανισμός», στη διαδικτυακή του εκδοχή, θολώνει σκούζοντας την κρίση των ανθρώπων. Το κίτς του life style μεταμορφώθηκε εν μια σχεδόν νυκτί σε κιτς της επανάστασης ή του δήθεν πατριωτισμού. Το πιο εξωφρενικό δε για μένα είναι πως ο ίδιος ακριβώς θίασος των παλιάτσων, που κατά τις ημέρες της αφθονίας τα έσπαγε στα μπουζούκια, πόζαρε σε πάρτυ και σε καλλιτεχνικά σουαρέ, ανεμίζει τώρα τα κόκκινα και τα μαύρα λάβαρα. «Τι περίμενες;» θα μου πείτε. «Ο τόπος μας είναι κλειστός» όπως το γράφει και ο Σεφέρης. Κλειστός και ανακυκλούμενος…

Και τώρα τι κάνουμε; Και τώρα, σήμερα, εδώ, εμείς, ποιοι είμαστε; Αρκεί να κοιταχτούμε και η απάντηση προκύπτει αβίαστα. Εμείς είμαστε εκείνοι που δεν επενδύσαμε ούτε το έχειν ούτε και το είναι μας στο πελατειακό σύστημα το οποίο καταρρέει. Εμείς είμαστε εκείνοι που δεν σπεύσαμε με την κατάρρευση του πελατειακού συστήματος να παραστήσουμε τους απελεύθερους δούλους, ώστε να συμμετάσχουμε στο μοίρασμα των ιματίων του. Εμείς είμαστε εκείνοι που διαφυλάξαμε ως κόρην οφθαλμού την ψυχραιμία και το καθαρό μυαλό μας. Που δεν γυρίσαμε την πλάτη στην πραγματικότητα, ακόμα κι όταν μας απογοήτευσε οικτρά. Που όποτε οι εκτιμήσεις και οι προσδοκίες μας διαψεύστηκαν, αναλάβαμε ακέραια την ευθύνη της διάψευσης, αναστοχαστήκαμε και ανασκουμπωθήκαμε. Εμείς είμαστε εκείνοι που ομνύουμε –λόγω και έργω- στη ρήση του Διονυσίου Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό.»

Βεβαίως εμείς δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Διακρίνω ανάμεσά μας θιασώτες του οικονομικού φιλευθερισμού αλλά και της σοσιαλδημοκρατίας. Παιδιά της πεφωτισμένης, όπως την αποκαλούσαν κάποτε, Δεξιάς αλλά και της Κεντροαριστεράς. Εναλλακτικούς που εννοούν να αμφισβητήσουν τα πάντα – τα πάντα, από τις οικονομικές δομές και τις παραγωγικές προτεραιότητες της χώρας έως και την ίδια την ιδέα του έθνους-κράτους. Τα πάντα εκτός από τον Ορθό Λόγο και από τη Δημοκρατία… Υπό ομαλές συνθήκες, το μόνο που θα μπορούσαμε να μοιραστούμε θα ήταν οι διαφωνίες μας. Μα οι συνθήκες σήμερα πόρρω απέχουν από το είναι ομαλές.

Δεν θα γίνω διόλου πρωτότυπος εάν διαπιστώσω ότι η βαρβαρότητα βρίσκεται προ των πυλών. Πως ο κίνδυνος μιάς ξαφνικής καταστροφής ή ενός επιταχυνόμενου μαρασμού, ο οποίος θα καταντήσει την Ελλάδα μια ξένη, άνυδρη χώρα, κάθε άλλο παρά έχει εκλείψει. Ότι εάν δεν διατυπωθεί επειγόντως ένα καινούργιο πρόταγμα που θα πείσει και θα κινητοποιήσει την κοινωνία –κι όταν λέω «κοινωνία» εννοώ πρωτίστως τους ανθρώπους που οι ζωές τους κατέρρευσαν από το 2010 και εντεύθεν, εννοώ τους ανέργους, τους συνταξιούχους, τις οικογένειες που καλούνται να επιβιώσουν με λιγότερο από χίλια ευρώ το μήνα- εάν δεν διατυπωθεί ένα καινούργιο πρόταγμα και αν δεν προταθεί ένα νέο εθνικό σχέδιο που θα περιλαμβάνει τον κάθε πολίτη, τότε θανάσιμα αγκαλιασμένοι θα συντριβούμε όλοι μαζί στα κατσάβραχα της πραγματικότητας.

Πυρήνας προφανώς ενός τέτοιου εθνικού σχεδίου θα είναι οι μεταρρυθμίσεις σε όλα τα πεδία και σε όλα τα επίπεδα. Προϋπόθεση για την επιτυχία ενός τέτοιου εθνικού σχεδίου αποτελούν οι ευρύτερες δυνατές συγκλίσεις και υπερβάσεις. Για αυτό ακριβώς βρισκόμαστε, φρονώ, σήμερα, όλοι εμείς εδώ. Για να συγκροτήσουμε ξανά, σοφότεροι και τολμηρότεροι, σε μεγαλύτερο βάθος και με μακρύτερη ασφαλώς πνοή, τα δίκτυα εκείνα των πολιτών, τα οποία κατάφεραν –πριν από δύο περίπου χρόνια- να ανατρέψουν όλα τα προγνωστικά και να φέρουν την αλλαγή στους δυό μεγαλύτερους δήμους, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.

Θυμάμαι τον αγώνα εκείνον ως τη σημαντικότερη πολιτική εμπειρία της ζωής μου. Θυμάμαι ανθρώπους να παραμερίζουν τις αντιθέσεις -και τις προκαταλήψεις τους ακόμα- και να συνεργάζονται αρμονικά για το κοινό ζητούμενο. Πιστεύω δε ακράδαντα ότι εάν τα δίκτυα εκείνα των πολιτών –αντί να διαλυθούν μετά τη νίκη- είχαν ριζώσει και αναπτυχθεί, τότε η κατάσταση όχι μονάχα στους δήμους αλλά και στη χώρα γενικά, θα ήταν σήμερα διαφορετική.
Ελάτε να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε. Ελάτε να αναζητήσουμε, να βρούμε και να επενδύσουμε επάνω στις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις.

Δεν εννοώ να απεμπολήσουμε τις διαφορές μας στο όνομα μιας βεβιασμένης ομογενοποίησης. Ούτε να εγκαταλείψουμε ως πρόσωπα τους κομματικούς φορείς στους οποίους πιθανόν ανήκουμε. Προτείνω, αντίθετα, να δραστηριοποιηθούμε άοκνα και τολμηρά, ώστε ο ευρύς χώρος στον οποίον όλοι εντασσόμαστε -ο χώρος ο οποίος αντλεί την έμπνευσή του από μορφές σαν τον Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και τον Ρήγα Φεραίο, από μορφές σαν τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον Γεώργιο Καρτάλη αλλά και τον Ηλία Ηλιού- να διαδραματίσει τον ιστορικό ρόλο που του αρμόζει και να κατατροπώσει τους εκπρόσωπους της στασιμότητας που γίνεται αντίδραση και του λαϊκισμού που καταντάει κοτζαμπασισμός.

Μακάρι το παρόν ανοιχτό συνέδριο να καταλήξει στη διατύπωση μιας πλατφόρμας, μιας πλατφόρμας συγκεκριμένων, απτών δράσεων, η οποία δεν θα αφήνει στα κόμματα και τις πρωτοβουλίες μας το περιθώριο να μην τη στηρίξουν. Είθε η «Δράση» να αναδειχθεί ως ο καταλύτης του καινούργιου, ως ο σπινθήρας που η κοινωνία των πολιτών έχει σήμερα περισσότερο ανάγκη από ποτέ.
Σας εύχομαι, μας εύχομαι, κάθε επιτυχία και κάθε χαρά.-